- ἐξολίσθησις
- ἐξ-ολίσθησις, ἡ, das Entschlüpfen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
εξολίσθηση — η (AM ἐξολίσθησις) [εξολισθάνω] 1. εκτροπή από την ευθεία 2. γλίστρημα, σφάλμα νεοελλ. ολίσθηση τού τροχού οχήματος σε κατεύθυνση πλάγια ή κάθετη προς το επίπεδο περιστροφής, ντεραπάρισμα … Dictionary of Greek